αλίαστος

αλίαστος
ἀλίαστος, -ον (Α) [λιάζομαι]
1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος
2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός
3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος
4. μεγάλος, πολύς
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον
ακατάπαυστα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀλίαστος — not to be turned aside masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλιαστος — η, ο [λιάζω] αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος …   Dictionary of Greek

  • άλιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο: Τη σταφίδα την είχαν ακόμη άλιαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλίαστον — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem acc sg ἀλίαστος not to be turned aside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιάστοις — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίαστοι — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήλιαστος — η, ο (Μ ἀνηλίαστος, ον) άλιαστος, αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο ή δεν φωτίζεται από τον ήλιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”