- αλίαστος
- ἀλίαστος, -ον (Α) [λιάζομαι]1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος4. μεγάλος, πολύς5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστονακατάπαυστα.
Dictionary of Greek. 2013.